- πετρελαϊκός
- -ή, -ό, Ν1. αυτός που έχει σχέση με το πετρέλαιο («πετρελαϊκή πολιτική»)2. φρ. α) «πετρελαϊκός αιθέρας» — βλ. αιθέρας πετρελαϊκόςβ) «πετρελαϊκός σχιστόλιθος» — κάθε λεπτόκοκκο ιζηματογενές πέτρωμα, πλούσιο σε οργανικό υλικό, που μπορεί να δώσει πετρέλαιο όταν θερμανθεί.[ΕΤΥΜΟΛ. < πετρέλαιο. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στο Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν].
Dictionary of Greek. 2013.