πετρελαϊκός

πετρελαϊκός
-ή, -ό, Ν
1. αυτός που έχει σχέση με το πετρέλαιο («πετρελαϊκή πολιτική»)
2. φρ. α) «πετρελαϊκός αιθέρας» — βλ. αιθέρας πετρελαϊκός
β) «πετρελαϊκός σχιστόλιθος» — κάθε λεπτόκοκκο ιζηματογενές πέτρωμα, πλούσιο σε οργανικό υλικό, που μπορεί να δώσει πετρέλαιο όταν θερμανθεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πετρέλαιο. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στο Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πετρελαϊκός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πετρέλαιο: Πετρελαϊκός αιθέρας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σχιστόλιθος — Ημιορεινός οικισμός (26 κάτ., υψόμ. 250), στην επαρχία Σιντικής του νομού Σερρών. Υπάγεται διοικητικά στο δήμο Σιδηροκάστρου. * * * ο, Ν 1. συν. στον πληθ. οι σχιστόλιθοι (πετρογρ.) κρυσταλλικά πετρώματα που παρουσιάζουν, μακροσκοπικά, έντονα… …   Dictionary of Greek

  • αιθέρας — Οργανική χημική ένωση του τύπου C2Η5 Ο C2Η5. Λέγεται και διαιθυλαιθέρας ή θειικός α. Είναι σώμα υγρό, άχρωμο, ελαφρύτερο από το νερό και πολύ πτητικό. Παρασκευάζεται βιομηχανικά με συνθέρμανση αιθυλικής αλκοόλης και πυκνού θειικού οξέος (γι’ αυτό …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”